Ευρωπαϊκό οδοιπορικό: Μνήμη τυχαίας προσπέλασης

Βλέποντας στην τηλεόραση τις προάλλες ένα αφιέρωμα για Φλωρεντία, η αδερφή μου με ρώτησε την ώρα που ο φακός περιδιάβαινε την αγορά:

– Θυμάσαι αυτό το μαγαζί που ψωνίσαμε τα σουβενίρ;

– Όχι…

– Αυτή τη γυναίκα εκεί στη γωνία στο παζάρι που πήραμε τα καδράκια;

– Είσαι καλά; της απαντώ, σιγά μη θυμάμαι και τη φάτσα του παγωτατζή… περάσανε και τρία χρόνια από τότε…

– Τη συνοικία που μείναμε έξω απ’ τη πόλη, πώς τη λέγανε, θυμάσαι;

– Ααα! Εσύ πας να μου δημιουργήσεις πρόβλημα…

Περνάω  στην αντεπίθεση:

– Πως λέγανε τη πλατεία που έχει το άγαλμα του Δάντη; (εγώ δε τη θυμόμουνα!)

– Santa Croce…

– Τι φάγαμε  και σε ποιο δρόμο; (Το θυμόμουνα!)

…Σιγή…

– Φεύγοντας, πώς λέγανε το λόφο που είδαμε όλη τη πόλη; (Το θυμόμουνα)

…Πάλι σιγή…

– Τη πάτησες της λέω, τέρμα οι εξυπνάδες!

Βγήκαμε έξω, έκανα και έναν εσπρέσο για να μπω στο κλίμα και ταξίδεψα για λίγο στο χρόνο. Εκείνο το καλοκαίρι διασχίσαμε την υπέροχη βρετανική ύπαιθρο, με τους στενούς αλλά άψογους φιδίσιους δρόμους και αφού χορτάσαμε λιβάδια, χωριά και ψιλοβρόχι   περάσαμε στο Καλαί…

Η αποπνικτική υγρασία της νύχτας μας βρήκε σε ένα ακόμα πιο ζεστό ξενοδοχείο στη Δουνκέρκη που εγκαταλείψαμε άρον – άρον το πρωί με προορισμό το Βέλγιο.

Αρχίσαμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι του οδοιπορικού… Γεγονότα, τόποι, πόλεις, πρόσωπα ανασύρονταν από το πάτο του μπουκαλιού, στοιβάζονταν στο στενό λαιμό του και  πάσχιζαν ποιο θα πεταχτεί έξω πρώτα. Εμείς προσπαθούσαμε να τα βάλουμε σε μια χρονική σειρά αλλά πάντα κάποιο μας τα χάλαγε… πετάγονταν πιο μπροστά… άλλο έμενε πιο πίσω… Μνήμη… Έχει τους δικούς της κανόνες.

Η Μπριζ, η Γάνδη, οι μοναστηριακές βύνες, τα ρεστοράν πίσω απ’ τη πλατεία στις Βρυξέλλες άρχισαν να ζωντανεύουν παρασύροντας απ’ το λήθαργο καυγάδες, ταλαιπωρία, γρύλλους και λάδια απ’ το παλιό αμάξι που μας γύριζε πίσω.

Από Βέλγιο, Λουξεμβούργο με τους θαυμάσιους κήπους μετά ξανά Γαλλία, πέρασμα απ’ το Στρασβούργο, κοντά στα αμπέλια της Αλσατίας… Παρακάτω άρχισε η ταλαιπωρία: Λάθος δρόμος για Μυλούζ, βρεθήκαμε να οδηγούμε μέσα στη νύχτα σε βουνά και λαγκάδια, κόντεψε να μας πάρει το ξημέρωμα, χωριά σκοτεινά, όλα κλειστά …stop!

Η Ελβετή αστυνόμος μας ρώτησε κοφτά που πάμε και χωρίς πολλά λόγια μας κόλλησε το σήμα διοδίων ζητώντας το 30άρι.

– Για να διασχίσουμε μόνο τη χώρα πρέπει να πληρώσουμε όσο όλο το χρόνο;

Δεν μίλησε καν! Περίμενε τα χρήματα. Μ’ έπιασε το ελληνικό…

– Δεν θα χρησιμοποιήσω τον αυτοκινητόδρομο, της λέω! Θα πάω επαρχιακά, απ’ τα βουνά!

Το ίδιο είχα πει όταν ανέβαζα το αμάξι επάνω, στο φύλακα και είχε πιάσει! Βέβαια τότε  ευτυχώς δε μας πιάσανε στο δρόμο παρακάτω οι Ελβετοί, αλλιώς…

– Nein! Μου λέει, αδύνατο!

– Τι σε νοιάζει εσένα από πού θα πάω;

– Nein! Nein!

Με σκούντησε η αδερφή μου έδωσα τα χρήματα βρίζοντας (ελληνικά) και συνεχίσαμε…

Ελβετία, Βασιλεία, Ζυρίχη, κι άλλα λιβάδια, μακάριες αγελάδες, επιβλητικά βουνά, αναρίθμητα τούνελ, Λουγκάνο, συνεχίζουμε ατέλειωτα χιλιόμετρα… Ιταλία… Φλωρεντία!

Που μείναμε; Α! ναι, στη κρίσιμη ερώτηση: Θυμάσαι; …Βυθίστηκα….

Βέβαια, τα θυμάμαι όλα και τίποτα! … Σήμερα μπορεί να μου ’ρθει το ένα, αύριο το άλλο, μεθαύριο τίποτα. Οι εικόνες στοιβάζονται στη μνήμη με ένα τρόπο που μόνο οι ίδιοι οι νευρώνες ξέρουν. Πασχίζεις να σηκώσεις μια σκονισμένη φωτογραφία και πετάγεται ολόκληρο άλμπουμ. Και λοιπόν; …Είναι καλό να θυμάσαι; Βυθίστηκα ακόμα πιο πολύ…

Το ’γραφε ένας μεγάλος ταξιδευτής: η μεγαλύτερη απελπισία είναι να γυρνάς στον τόπο σου και να ζεις με τις αναμνήσεις… Απ’ την άλλη ένας σοφός έλεγε δε χρειάζεται να πας πουθενά για να νιώσεις την ύπαρξη! Είναι όλα εδώ, μπροστά σου, μέσα σου! Σημασία δεν έχει πόσο μακριά αλλά πόσο βαθειά έχεις πάει … Ένας τρίτος, σοφός κι αυτός, έλεγε ότι όταν ζεις κάποια στιγμή ολοκληρωτικά τότε δεν μένει κανένα ίχνος  στη μνήμη. Ζώντας στο τώρα ψυχή τε και σώματι το μυαλό ησυχάζει άρα δεν καταγράφει…

Μπερδεύτηκα… Ουφ! Τι με νοιάζει τι γράψαν όλοι οι άλλοι…

Η αδερφή μου ’δωσε μια αγκωνιά:

– Ξύπνα που ¨χάθηκες¨; Λέγε πότε θα ξαναπάμε;

– Γιατί δε πας με τον άντρα σου;

– Άσε, αυτός παραείναι της καλοζωίας…

– Α! θες λίγη ταλαιπώρια…

– Ε, βέβαια! Καλή η φτώχεια, καλή κι η καλοπέραση αλλά θέλει και λίγο … αναπάντεχο! Τα βιβλία που διαβάζεις δε γράφουν ότι οι άνθρωποι πολλές φορές ψάχνουν στα ταξίδια τους τα τελευταία καταφύγια της αβεβαιότητας;

Το ερώτημά μου είχε απαντηθεί… Ευχαριστώ Ν!

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

2 Απαντήσεις

  1. Ο/Η ΖΩΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ λέει:

    …οι άνθρωποι πολλές φορές ψάχνουν στα ταξίδια τους τα τελευταία καταφύγια της αβεβαιότητας…έξοχη γραφή!!!

  2. Ο/Η stelios λέει:

    new test

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *