Kenya: Ο Μήτσος το λιοντάρι

Η ιδέα να πάμε Κένυα ¨έπαιζε¨ επανειλημμένα. Ο Σ είχε ξαναπάει. Ο D, αρκετές φορές.
-Αν φας απ’ τις μπανάνες και τα μάνγκο τους θα ξεχάσεις ότι παρόμοιο έφαγες, έλεγε ο Σ.
-Και καλά είναι ανάγκη να πάμε εκεί για να τα φάμε;
-Είναι γλυκιά η ζωή εκεί ρε βλάκα, συνέχιζε ο Σ.
-Να πάμε δε λέω, αλλοίμονο, έτσι κι αλλιώς… Μαύρη Ήπειρος.. ίσως η μάννα μας… αλλά να πάμε και κανένα Μασάι Μάρα…
-Τι να κάνεις εκεί ρε σαχλαμάρα; Να δεις το Μήτσο το λιοντάρι βαρεμένο απ’ τις φωτογραφίες που του βγάζουν οι ορδές των τζιπ ή τον Πελοπίδα το ρινόκερο που σε λίγο θα κάνει επιδείξεις για παχουλές; …σάρκαζε ο D.
Δε συμφώνησα με το φίλο και για καιρό αισθανόμουνα άβολα μέχρι που δεν άντεξα και σε κάποιο απ΄ τα επόμενα ταξίδια πήγα.

Την αίσθηση που σου κολλάει και δε σ’ αφήνει ίσως για καιρό, κατεβαίνοντας απ’ τα κρύα ψηλά του Ναϊρόμπι στα ζεστά και υγρά ανατολικά παράλια, δεν είναι εύκολο να ονοματίσεις. Είναι η άγρια ομορφιά της απέραντης σαβάνας, η πλούσια καταπράσινη χλωρίδα που υγραίνει ο ινδικός, ο όγκος του Κιλιμάντζαρο στα βάθη εκεί που βρίσκει την Τανζανία;… Ίσως…
Διασχίζοντας την ακτογραμμή, πηδώντας από λακκούβα σε λακκούβα παρατάς το τοπίο και παρατηρείς… Τι άλλο;…
-Δε ταξιδεύουμε για τα τοπία αλλά για τους ανθρώπους, έλεγε ένας φίλος.
-Και πώς να ξεχωρίσεις τοπία από ανθρώπους αφού πολλές φορές είναι ¨ένα¨, του απάνταγα… μπορεί να’ χα δίκιο μπορεί και όχι… λίγη σημασία έχει…

Άνθρωποι μέσα σε χαντάκια, άπραχτοι, μακριά από τους τσίγκινους φούρνους που κοιμούνται τις νύχτες ψάχνουν λίγη δροσιά. Όταν πλησιάζεις κάποιο χωριό αμέτρητοι πάγκοι πουλάνε…. Τι; Λίγα φρούτα, λίγες ντομάτες, πλαστικές λεκάνες, βαλίτσες(!!), χαϊμαλιά, ξύλινα διακοσμητικά….. Ποιος αγοράζει; Άγνωστο… όμως όλοι κάτι πουλάνε… όλη μέρα… και το βράδυ! Ανάβουν μια μικρή φωτιά, έχουν ένα δαδί και κάθονται έξω…και γελάν και αν πλησιάσεις έχουν μια χαρά… χαρά γιατί ίσως πουλήσουν ή επειδή μιλάνε σ’ ένα ξένο; …και τα δύο…
Τη νύχτα… τη νύχτα όλα μεταμορφώνονται… ίσως η δροσιά… ίσως το σκοτάδι. Η ύπαιθρος μακάρια, γαλήνια…

Στις φτωχές συνοικίες δεν είναι εύκολο να πατήσεις.
-Επικίνδυνα, μη πάτε καθόλου έλεγε και η μαντάμ, γνωστή του D, που διατηρούσε σαλόνι και σχολή κομμωτικής. Άλλωστε τι να πάτε να κάνετε εκεί;… μόνο σκοτάδια… Πάτε να χορέψτε!
Αρχοντογυναίκα… στα νιάτα της ποιος ξέρει… και με σχολή! Που βρήκε τα λεφτά; Μπορεί να ’τανε από δαύτες που γεμίζουν τα μαγαζιά το βράδυ μπορεί και όχι, γιατί τόση καχυποψία…
Να χορέψουμε! Εε… αν δεν ακούσεις αυτούς τους θείους ρυθμούς, τότε τι κάνεις; Ανάμικτα με γνωστά hits οι dj βάζουν και τα τοπικά διαμάντια… Βλέπεις τους ντόπιους να χορεύουν και σου κόβονται τα πόδια. Το λίκνισμά τους μεθυστικό, οι γοφοί τους δεν υπακούν σε γήινους νόμους… χορεύεις και συ, …αφήνεσαι, σε παρατάει και το μυαλό σου επιτέλους ήσυχο, μόνο, παρέα με το ρυθμό. Εν αρχή ήν…
Τα κορίτσια σε πλησιάζουν, όλα ζητάνε μια μπύρα κέρασμα… αν κάνεις το λάθος θα σου γίνουν τσιμπούρια όλο το βράδυ.
Κερνάω μια tusker – υπέροχη βύνη – τη Κατερίνα και μια τον εαυτό μου.
-Αγάπη πως σε λένε, μου λέει στα ελληνικά!
-Καλά που τα ’μαθες εσύ όλα αυτά;
-Έχω φίλο ναυτικό Έλληνα, όποτε πιάνει λιμάνι εδώ, με συναντάει. Θα σου κάνω ότι θες…
-Δε θέλω τίποτα… πιές τη μπύρα και πες μου πως κυλά η ζωή εδώ…
-Δε καταλαβαίνεις; Όλα τα κορίτσια αγοράζονται για 10 ευρώ τη νύχτα. Καμιά φορά τα παίρνει κανένας Γερμανός ή Ιταλός γέρος μακριά και τα σώζει… τον παντρεύονται τον κληρονομούν… πολλές από δαύτες φεύγουν έξω αλλά τους αρέσει η ζωή εδώ και ξαναγυρνάν… είναι γλυκιά η ζωή εδώ! Τι να κάνουν στα κρύα της Γερμανίας… να ζεσταίνονται σε ένα χρυσό κλουβί; Άνθρωποι και άνθρωποι… ο καθένας…. Μετά πολλοί απ’ αυτούς τους γέρους ξανάρχονται… ξανά και ξανά… τις τροφοδοτούν πότε – πότε μέσω western union… Και τι να κάνεις; Έχεις πολλές επιλογές όταν γέννησες στα 14 και δεν υπάρχει δουλειά;
-Κοίτα μια Κικούγιου… έχουν λεπτά πόδια όλες σαν φλαμίγκο… και μια ψηλή Λούο… αυτές είναι πιο όμορφες…
-Αυτή η άσπρη που χορεύει με το Μασάι;
-Τι νόμιζες μόνο εσείς οι άντρες ψωνίζετε; Έρχονται ένα σωρό Ευρωπαίες εδώ για να διασκεδάσουν…

Δουλειές… ναι, δεν υπάρχουν… πολλά ξενοδοχεία είναι σε απαράδεκτη κατάσταση. Σε ένα διπλανό άρχιζαν απ’ τις 7 το πρωί μέχρι τη νύχτα. Τα σώματα απ’ τα παλικάρια ψήνονταν όλη μέρα στον ήλιο… με τη βαριά σφυροκοπούσαν πέτρα… Όταν ρωτήσαμε τον Ινδό αφεντικό γιατί δεν αγοράζει κανένα μηχάνημα, μας είπε πως ¨κορόϊδο¨ δεν είναι … οι μαύροι του κοστίζουν 4 ευρώ τη μέρα… το μηχάνημα ένα σωρό λεφτά….
Λεφτά, που να βρεθούνε λεφτά… Ο τουρισμός είναι πεσμένος, τα ’κονομάνε κάποιες εταιρείες, κάποιοι που έχουν μπίζνες… ο κόσμος πεινάει αλλά… γελάει!
Ανηφορίζοντας το κακοτράχαλο δρόμο προς τα βουνά, προς το χωριό της μαντάμ σταματήσαμε σε ένα ορφανοτροφείο. Η Γερμανίδα που έκανε κουμάντο δε μας είδε μα καλό μάτι… Τα μάτια των παιδιών όμως… Τα μάτια των παιδιών… αυτή είναι η αίσθηση που σου αφήνει η Αφρική και άντε να τη περιγράψεις!
Όπως και στο χωριό, ψηλά, μαζεύτηκαν όλα τα πιτσιρίκια τριγύρω, αν και διστακτικά στην αρχή, να πάρουν λίγες καραμέλες και να συνεχίσουν τη μπάλα από κουβάρια που παίζανε… Σε κοιτάνε και αφοπλίζεσαι. Όταν τους δίνεις κάτι το παίρνουν. Δε παρακαλάνε, δε ζητιανεύουν όπως αλλού…
Γυρίζοντας πίσω πέφτουμε σε τρεις ελέφαντες.
-Είστε πολύ τυχεροί, λέει η μαντάμ! Χρόνια περνάω από ’δω και σπάνια βλέπω από κανέναν!
Παρατηρείς τα ζώα, τη μεγαλοπρέπεια από τόσο κοντά, σχεδόν δίπλα… γρήγορα απομακρύνονται, το ίδιο και μείς νιώθοντας παρείσακτοι στο φυσικό τους χώρο…
Κάθε λίγο συναντάμε γυναίκες να περπατάνε χιλιόμετρα στο πουθενά στην άκρη του δρόμου με μια λεκάνη στο κεφάλι. Ρωτάω τη μαντάμ ανόητες ερωτήσεις…
-Και τι θες να κάνουν, με αφοπλίζει… πώς να παν ή να κάνουν τη δουλειά τους; Με το ΙΧ τους;
-Κι όλοι αυτοί, …στα χαντάκια, …στα περίχωρα;

Ένα ανεπαίσθητο ατύχημα με το αμάξι που είχαμε νοικιάσει έδωσε τροφή σε πιο πολλές απορίες. Τότε που ξαφνικά βρίσκεσαι κυκλωμένος από δυο ντουζίνες πρόσωπα που δε καταλαβαίνεις από πού ξεπετάχτηκαν και που απορείς πως βρέθηκαν όλοι αυτοί και γιατί τόσο ενδιαφέρον….
Την απάντηση δε μπορούσα να βρω, αλλά θα μου την έλυνε αργότερα ένα βιβλίο του Καπιζίνσκι. Αυτοί οι άνθρωποι μέσα στη ζέστη, στη καθημερινή ανία που τίποτα δε συμβαίνει, είναι σα να περιμένουν κάτι τέτοια γεγονότα να τους βγάλουν από τη βαρεμάρα… Μετά ίσως θα τα συζητάνε για μέρες. Η ζωή θα συνεχιστεί, μάλλον όλο και δυσκολότερη, αργή, σίγουρα ζεστή μα προπάντων απρόσμενα για μας γελαστή!

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *