On the road to Nuestra Señora de La Paz

(Από Νίκος)

Για άλλο ένα πρωί, στις 7:30, ήμασταν πάλι μέσα σε λεωφορείο. Φτάσαμε γρήγορα στα σύνορα, έλεγχος, και οι αστυνομικοί να μου λένε ότι πρέπει να βγάλω visa. Μα του λέω, “Κύπρος, EU κτλ”, αλλά ήταν ανένδοτοι: Σύμφωνα με τη λίστα τους οι υπήκοοι της χώρας μου θα έπρεπε να εκδώσουν visa. Βγήκα έξω από το κτήριο και χάλασα μερικά χρήματα να κάνω bolivianos, καθώς η πληρωμή έπρεπε να γίνει και σε τοπικό νόμισμα. Τελικά πλήρωσα 360 soles και μπορέσαμε και φύγαμε. Συνταξιδιώτης μας στο λεωφορείο ήταν και ένας Ρώσος που μιλούσε ελάχιστα αγγλικά και περισσότερα ισπανικά, δούλευε κάπου εκεί γύρω, πως στην ευχή βρέθηκε πάνω στις Άνδεις είναι άλλη ιστορία. Από την άλλη ήμουν σίγουρος ότι και αυτός θα αναρωτιόταν το ίδιο για εμάς.

Σταματήσαμε στην Copacabana, μια μικρή πόλη στη νοτιοδυτική άκρη της Τιτικάκα. Κάναμε 1.30’ ώρα στάση, το κλίμα στην πόλη ήταν χαλαρό, έμεινα με τα πράγματα και ο Σ. πήγε μια βόλτα στην πόλη, μετά έμεινε αυτός και πήγα εγώ, να μην είμαστε πάνω κάτω φορτωμένοι και οι δυο σαν γαϊδούρια. Γενικά επικρατούσε μια χαλαρή ατμόσφαιρα, διάφορα κουρέλια που σέρνονταν με σακίδια εδώ και εκεί ανάμεσα σε καφέ, εστιατόρια και την παραλία, ρεμπελιάζοντας κάτω από τον ήλιο.

Με ένα άλλο μικρότερο και ολοκαίνουργιο λεωφορείο στις 13:30 φύγαμε για τη La Paz. Ανεβήκαμε ένα καταπράσινο βουνό για να κατεβούμε πάλι χαμηλά στην Τιτικάκα, στο στενό της Tiquina. Ήταν ένα χωριό που τα πάντα κινούνταν γύρω από τους ταξιδιώτες και τις βάρκες που περνούσαν τον κόσμο απέναντι. Ψάχναμε απεγνωσμένα μια τουαλέτα, τελικά, προς την άκρη του χωρίου υπήρχε ένα χαμηλό κτίσμα που λειτουργούσε σαν τουαλέτα επί πληρωμή, και λέω σαν τουαλέτα γιατί η κατάσταση που επικρατούσε ήταν απελπιστική: βουλωμένες τουαλέτες, λιμνάζοντα νερά παντού, χαλασμένα ή ανύπαρκτα καζανάκια και κάτι πιτσιρίκια να τσαλαβουτούν μέσα σε βρομόνερα και λύματα με παντόφλες ενώ από έξω υπήρχε ένα βαρέλι και με έναν κουβά έπαιρνες και έριχνες νερό. Το όλο σκηνικό μου θύμισε τη σκηνή στην ταινία Trainspoting με τον Renton ! Τόσο χάλι!
Μετά από αυτό το σίχαμα, το λεωφορείο μας μπήκε άδειο σε μια μαούνα-πλατφόρμα για να περάσει απέναντι και οι επιβάτες μπήκαμε σε μια βάρκα με εξωλέμβιο (που δυσκολεύονταν να πάρει μπροστά), και που έτσι όπως φυσούσε, έφερνε όλο το καυσαέριο και το καμένο διχρονόλαδο πάνω μας. Παρατηρούσα τους συνεπιβάτες μας, κάτι Βραζιλιάνοι, άσχημοι, με σιδεράκια (αργότερα έμαθα πως όποιος έχει φράγκα στη Βραζιλία και θέλει να το δείχνει, βάζει σιδεράκια)!

Η βάρκα μας έφτασε πρώτη και στην απέναντι ακτή, υπήρχαν κάτι γυναίκες που τηγάνιζαν κάτι μικρά ψάρια σαν γαύρο και γενικά πουλούσαν φαγητό για τους ταξιδιώτες. Σκεφτήκαμε να ορμίσουμε στον γαύρο, αλλά τα αμφιβόλου ποιότητος λάδια μας φρέναραν απότομα. Πιο δίπλα, κάποιοι ντόπιοι είχαν δυο λάμα καθισμένα κάτω, σχεδόν ψεύτικα, και παρακαλούσαν τους τουρίστες να πάνε να φωτογραφηθούν, με το αζημίωτο βέβαια. Οι Βραζιλιάνοι φυσικά έτρεξαν προς τα εκεί, ενώ την ίδια ώρα ένα γαλλικό αυτοκινούμενο έκανε την εμφάνιση του από το πουθενά! Πως βρέθηκε αυτός ο άνθρωπος εδώ πάνω…Σκηνή επιστημονικής φαντασίας… Μετά σκεφτήκαμε, μα καλά, για 800 μέτρα απόσταση, γιατί δε φτιάχνουν μια γέφυρα να γλιτώνει την ταλαιπωρία ο κόσμος; Αλλά από την άλλη, αν υπήρχε, πως θα μάζευες όλες αυτές τις ωραίες ταξιδιωτικές εικόνες;

Φωτο Νίκος, (Σταθμός Λα Παζ από wikipedia)

Στις 15:00 φτάσαμε στον σταθμό της La Paz, αφού πρωτοαντικρίσαμε όλη την πόλη από ψηλά, από έναν δρόμο σαν περιφερειακό, που περνούσε και έξω από το αεροδρόμιο, το ψηλότερο στον κόσμο και από τα πιο επικίνδυνα, όπως διάβασα. Ο τερματικός σταθμός των Λεωφορείων είναι ένα εντυπωσιακό κτίριο δημιούργημα του Γάλλου αρχιτέκτονα Gustave Eiffel που σχεδίασε και τον ομώνυμο πύργο του Άιφελ στο Παρίσι. Φορτωθήκαμε τα σακίδια και ξανά προς τη δόξα τραβά: περπατήσαμε προς το hostel που είχαμε κλείσει. Αφού κάναμε 1-2 κύκλους, τελικά το βρήκαμε. Στην αρχή ήθελαν να μας βάλουν ένα βραχιολάκι για να καταλαβαίνουν ποιος μένει και ποιος όχι, αφού είχε πολύ κόσμο. Μετά μας είπαν ότι δεν είχαν private double που είχαμε κλείσει και ότι θα μας βόλευαν σε κάποιο άλλο private double αλλά με κοινό μπάνιο. Όλα αυτά δεν μας άρεσαν και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Πήγαμε και καθίσαμε λίγο για να ξεκουραστούμε στην Plaza Mayor. Το υψόμετρο, η κούραση και το κουβάλημα των αποσκευών μας είχαν εξοντώσει. Ο Σ. πήγε να βρει κάπου να μείνουμε και μετά από ώρα μου είπε πως βρήκε ένα ξενοδοχείο στην οδό Sagarnaga, στο τέλος μιας ανηφόρας… Τελευταίο φόρτωμα και ανάβαση, ξανά.

Η πρώτη εντύπωση από τη La Paz: μεγάλη, πυκνοδομημένη, χαοτική, με πολύ κόσμο και γεμάτη σαράβαλα που βγάζουν ντουμάνι το καυσαέριο.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *