La Paz: εδώ το νερό βράζει στους 88 Κελσίου…

(Από Στέλιος)

Με το που πλησιάζεις στη Λα Παζ καταλαβαίνεις το χάος που πρόκειται να βιώσεις. Η κοιλάδα με την πιο ψηλή (Υψόμετρο) πρωτεύουσα στον κόσμο, γύρω στα 3.632μ, μπορεί να έχει αραιό αέρα αλλά σίγουρα έχει την πυκνότερη άναρχη δόμηση.

Ο αραιός αέρας της κάνει το νερό να βράζει στους 88 βαθμ. Κελσίου και  κάνει τα μπαλάκια του γκόλφ στο γήπεδο της να διασχίζουν πολλά περισσότερα μέτρα από άλλα γήπεδα.. (wikipedia). Φυσικά είναι διάσημη για τον πιο επικίνδυνο δρόμο στον κόσμο, τον δρόμο  του θανάτου (Death Road) που τη συνδέει με την περιοχή Yungas. Ευτυχώς πρόσφατα δημιουργήθηκε νέος δρόμος και ο  death road  χρησιμοποιείται για downhill με ποδήλατα, μια απίστευτη εμπειρία που ζήσαμε με το Νίκο.

Το hostel που κλείσαμε από το booking.com  αποδείχθηκε μούφα, δεν είχαν δωμάτιο και θέλανε να μας βάλουν με άλλους, οπότε ψάχνοντας στο κέντρο γύρω από την εκκλησία του Αγ.Φραγκίσκου, βρήκαμε ένα αδιάφορο ξενοδοχείο σε καλή τιμή και μείναμε εκεί.

Η κεντρική λεωφόρος της πόλης προσφέρεται για πάνω κάτω… έχει κάποια όμορφα κτίρια, κιτς ουρανοξύστες και κόσμο… κόσμο ατελείωτο μέρα νύχτα.  Ένα και μεις με τον κόσμο τριγυρνάγαμε ώρες ατέλειωτες μέσα στο χάος, στις πλατείες, σε συνοικίες και πίναμε καλό καφέ μα προπάντων τρώγαμε απ’ τις  νόστιμες “βρώμικες” καντίνες που ήταν παραταγμένες το βράδυ σε όλο το κέντρο. Πίσω από την εκκλησία του Αγ. Φραγκίσκου υπάρχουν σοκάκια με λογής τουριστικά μαγαζάκια που πουλάνε κυρίως φυλακτά και κοσμήματα για την …Πατσαμάμα τη Μητέρα Γη αλλά και όμορφα υφαντά, αλπακά πολύχρωμα, ινδιάνικα χειροποιήματα.

Λίγο πολύ ο Νίκος – πάντα κατατοπισμένος- μου έδωσε τον ορισμό που αντιγράφω εδώ απ’ τη Βικιπαίδεια: Στη μυθολογία των Ίνκας, η Μάμα Πάτσα ή Πατσαμάμα ήταν δράκαινα θεά της γονιμότητας και σχετιζόταν με τη σπορά και το θερισμό. Προκαλούσε σεισμούς. Σε διάφορους μύθους, σύζυγοί της εμφανίζονται είτε ο θεός του ήλιου Ίντι είτε ο Πάτσα Καμάκ. Οι πιστοί θυσίαζαν λάμα προς τιμήν της. Με την έλευση των καθολικών κατακτητών, η Μάμα Πάτσα αντικαταστάθηκε από την Παρθένο Μαρία, με την οποία και ταυτίζεται σε περιοχές της Χιλής, της Βολιβίας και του Περού.

Στις πλατείες συναντάς παιδιά που έχουν σκεπασμένο το πρόσωπό τους με μαντήλι και γυαλίζουν παπούτσια, που παράτησαν το σχολείο ή είναι ορφανά…τα παιδιά της «κόλλας», εθισμένα στην εισπνοή κόλλας, το φθηνότερο ναρκωτικό που καίει το πρόσωπο τους και γι’ αυτό το σκεπάζουν. Η πιο ωραία πλατεία, Plaza Murillio, με την Βουλή, το προεδρικό παλάτι, τον καθεδρικό και τα δεκάδες περιστέρια  είναι σίγουρα εντυπωσιακή και αξίζει να περάσεις κάποιες ώρες παίζοντας με τα περιστέρια και παρατηρώντας του συμπαθητικούς, ήσυχους, βολιβιανούς.

Εξίσου εντυπωσιακές είναι οι πολύχρωμες ενδυμασίες που φοράνε πολλοί γηγενείς, (ινδιάνοι είναι το 60% του πληθυσμού). Οι γυναίκες Κέτσουα και Αϊμάρα με τις απίθανες σουρωτές φούστες και τα στρογγυλά  καπέλα είναι ένας λόγος από μόνος του να πας στη Βολιβία!! Χαίρεσαι να βλέπεις αυτήν την πανδαισία, τη διαφορετικότητα, την πραότητα που υπάρχει στα σκαμμένα πρόσωπα των ηλικιωμένων ή την αισιοδοξία στα πρόσωπα των νέων. Απ’ την άλλη σκέφτεσαι την καταραμένη φτώχεια τους – η Βολιβία είναι το φτωχότερο κράτος της Αμερικής – ίσως γι αυτό το πιο ωραίο(;;;) με την έννοια του πιο αγνού, με αυθεντική κουλτούρα που διατηρείται και είναι σεβαστή. Γενικά τόσο στο Περού όσο και δω εντυπωσιάστηκα με την ησυχία και τον τρόπο που μιλάνε μεταξύ τους σε σύγκριση με μας τους θερμόαιμους φωνακλάδες….

Μια βόλτα στα σοκάκια του μικρού ιστορικού κέντρου επιβάλλεται, όπως και η ανάβαση στο λόφο με το πλατό που βλέπεις από ψηλά όλη την κοιλάδα. Ακόμα κοντά είναι το Τιχουανάκο, περίφημος αρχαιολογικός χώρος προ Ινκα εποχής αλλά βαρεμένοι όπως ήμασταν από το Μάτσου Πίτσου σκεφτήκαμε να κάνουμε  downhill  στο Death Road και δεν το μετανιώσαμε. Με 70 δολάρια είχαμε με τον Νίκο μια αξέχαστη ολοήμερη εμπειρία. Από τα 4000μ και βάλε (είχε χιόνια) κατεβήκαμε στη ζεστασιά του Coroico 1200μ, διανύοντας 70 απίστευτα ποδηλατικά χιλιόμετρα.

Τώρα που γράφω την ιστορία μ’ έχει πιάσει μια συγκίνηση ειδικά για την Βολιβία -θα ξαναπήγαινα αύριο αν μπορούσα- οι εικόνες κλείνοντας τα μάτια μου αναδύονται με ριπές και πιστεύω ο σημαντικότερος λόγος να γράψεις για ένα ταξίδι δεν είναι μόνο για να το ξαναζήσεις έστω νοητά αλλά για να το βγάλεις από μέσα σου με σκοπό να ξανακάνεις γρήγορα το επόμενο!!!

(Από Νίκος)

Μετά το πρώτο πρωινό ξύπνημα στη Λα Παζ και ένα mate de coca, αρχίσαμε ψάξιμο στο internet για πληροφορίες για τις εκδρομές στο death road. Επικρατούσαν αντικρουόμενες απόψεις: μερικοί έλεγαν ότι δεν αξίζει να ριψοκινδυνέψεις τη ζωή σου για μια εκδρομή, άλλη μιλούσαν για μια αξέχαστη εμπειρία, άλλοι έγραφαν για τα ατυχήματα που είχαν συμβεί. Άλλωστε ο παγκόσμιος ιστός έβριθε από βίντεο, φωτογραφίες και μαρτυρίες πολύνεκρων ατυχημάτων. Όλα όμως αυτά άνηκαν πια στο παρελθόν, καθώς ο συγκεκριμένος δρόμος που σε βγάζει από τις Άνδεις στα όρια της ζούγκλας του Αμαζονίου ήταν πλέον σχεδόν ανενεργός: μια σύγχρονη παράκαμψη είχε εδώ και 3 χρόνια κατασκευαστεί, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για βαρεμένους σαν και εμάς να το κατεβαίνουν με ποδήλατα, ντυμένους με κράνη και προστατευτικά σαν να πήγαιναν σε πόλεμο. Τελικά ενδώσαμε και είπαμε να το επιχειρήσουμε με προσοχή, για να μη γυρίσουμε στην Ελλάδα κομματάκια…. Άλλωστε στη γειτονιά του ξενοδοχείου μας ήταν η σφηκοφωλιά των πρακτορείων που διοργάνωναν αυτές τις εκδρομές.

Ακολούθησε μια ολοήμερη βόλτα στην πόλη στο κέντρο (που είχαμε πάει για λίγο και την προηγούμενη ημέρα) και στην γειτονιά των μουσείων, στο Killi Killi el mirador όπου ο ασθμαίνων αναβάτης έχει πανοραμική θεά σε όλο το χάος της πόλης: όπου και να γύριζες το κεφάλι σου, 360 μοίρες, έβλεπες πλαγιές και βουνά που ήταν χτισμένα, το τέλειο χάος. Να σημειώσω εδώ ότι σε αντίθεση με τις υπόλοιπες πόλεις, όπου οι πλούσιοι έχουν τα σπίτια τους στις κορυφές λόφων ή στις πλαγιές βουνών για καλύτερη θέα, στη Λα Παζ ίσχυε ακριβώς το αντίθετο: οι πλούσιοι επέλεγαν να κατοικίσουν στα χαμηλά όπου το οξυγόνο είναι πιο πυκνό, αφήνοντας τις απότομες πλαγιές με τις φτωχογειτονιές και τα ανύπαρκτα αποχετευτικά δίκτυα στους πιο φτωχούς.

Ξανακατεβήκαμε προς το κέντρο μέσα το πάρκο και την υπαίθρια αγορά  και πήγαμε προς την Plaza Murillo όπου είναι ο καθεδρικός και το προεδρικό μέγαρο. Εκεί είδαμε για πρώτη φορά τους λούστους, τα παιδιά με τα καλυμμένα πρόσωπα που καθάριζαν τα παπούτσια (όπως έμαθα αργότερα, τα παιδιά της κόλλας, έτσι ονομάζονται).

Την επόμενη ημέρα θα γνωρίζαμε τον πιο επικίνδυνο δρόμο στον κόσμο.

fotos: Nikos – stelios

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *