Salta, la Linda

(από Νίκος)

Μπορεί η διαδικασία διάσχισης των συνόρων να μην έκρυβε άλλα απρόοπτα, αλλά το ταξίδι μας προς τη Salta, δεν είχε ακόμη τελειώσει. Ακολούθησε μια απερίγραπτη συναλλαγή (καθότι δεν είχαμε καθόλου αργεντίνικα πέσος και ούτε υπήρχε κοντά ATM) σε άπταιστη νοηματική, με δολάρια, ευρώ και Bolivianos (το τοπικό νόμισμα της Βολιβίας) με σκοπό να εκδώσουμε τα δυο εισιτήρια του λεωφορείου που θα μας πήγαινε μέχρι τη Salta. Το κουμπιουτεράκι είχε πάρει φωτιά και ο δύσμοιρος υπάλληλος ίδρωνε και ξεφυσούσε προσπαθώντας να βγάλει άκρη. Με τα πολλά, μετά από λίγη ώρα, μπήκαμε στο λεωφορείο, κάτσαμε και μπροστά-μπροστά (θεωρεία πρώτης) και χαζεύαμε το τοπίο πως σταδιακά ημέρευε, μαλάκωνε, αφήνοντας πίσω μας τα μεγάλα υψόμετρα της οροσειράς των Άνδεων.

Την ονειροπόλησή μας διέκοψε το τοπικό κλιμάκιο της δίωξης ναρκωτικών. Με στυλ και ύφος DEA, όπως βλέπουμε στις ταινίες, μπήκαν δύο αστυνομικοί στο λεωφορείο και φώναξαν το όνομα μια γυναίκας. Μια μελαψή εμφανίστηκε λίγες θέσεις πιο πίσω, αποβιβάστηκε, μαζί με τα πράγματά της, που όπως αποδείχθηκε ήταν γεμάτα με πακέτα από φύλλα κόκας. Όπως φαίνεται, αφενός το συγκεκριμένο δρομολόγιο χρησιμοποιούνταν για την παράνομη εισαγωγή κοκαΐνης στην Αργεντινή και αφετέρου «ήταν προμελετημένη, καρφωτή και μιλημένη» που λέει και το παλιό άσμα. Συνεχίσαμε με ένα άτομο λιγότερο, με τον οδηγό μας πιο κάτω να μην περιορίζεται απλά στο μάσημα φύλλων κόκας, αλλά να τραβάει και από καμιά «γραμμή» που και που. Σκεφτόμουν «άραγε, σε πιο χαντάκι θα καταλήξουμε παρέα με το λεωφορείο…»!

Μετά από ώρες ταξιδιού φτάσαμε στο σταθμό της πόλης, άφραγκοι, κουρασμένοι και πεινασμένοι. Παρά τα χάλια μας, πλησίασε ένας τύπος από ένα hostel, μας εξήγησε τις χρεώσεις κτλ και μάλιστα πλήρωνε και το ταξί μέχρι εκεί. Γρήγορα συμφωνήσαμε (στην κατάσταση που ήμασταν) και σύντομα είχαμε βρει το κατάλληλο μέρος που θα μας φιλοξενούσε τις επόμενες ημέρες κοντά στο κέντρο της πόλης.
Η πόλη γρήγορα μας κέρδισε με την αποικιοκρατική αρχιτεκτονική της, τις ωραίες πλατείες της με τα ατμοσφαιρικά καφέ, τους πεζοδρόμους και τα δροσερά της πάρκα.

Τα saltenias (κάτι σαν τα δικά μας τυροπιτάκια) ήταν η νέα μας γαστρονομική ανακάλυψη και τα τιμούσαμε δεόντως, και μετά την απαραίτητη μπουγάδα (για να φύγει το πετρέλαιο από τα ρούχα μου) επικεντρωθήκαμε στο να κλείσουμε κάποια μονοήμερη εκδρομή, χωρίς πολλά χιλιόμετρα, στα πέριξ της Salta και του Cafayate.
Την επόμενη ημέρα, μαζί με άλλους Ευρωπαίους, ξεκινήσαμε για να επισκεφτούμε το 65 εκατομμυρίων χρονών φαράγγι Quebrada de las Conchas με τους γεωλογικούς σχηματισμούς που άλλοτε θυμίζουν ζώα και άλλοτε σε καταπλήσσουν με την έξοχη ακουστική τους όπως το Anfiteatro, όπου και πραγματοποιούνται και εκδηλώσεις μουσικής. Η συνέχεια είχε γευσιγνωσία του ξακουστού ντόπιου κρασιού malbec και βόλτα στο γραφικό Cafayate.
Η επιστροφή ήταν ευτυχώς σύντομη γιατί θα ακολουθούσε αμέσως μετά ολονύχτιο ταξίδι προς την Córdoba. Κουρασμένοι όπως ήμασταν, πέσαμε για ύπνο ξεροί σαν να ήμασταν στο κρεβάτι, ενώ στη σκέψη μου έρχονταν τα λόγια από το ποίημα του Roberto Juarroz:
«Οι αποστάσεις δεν μετρώνται το ίδιο
τη μέρα και τη νύχτα.
Μερικές φορές πρέπει να περιμένεις τη νύχτα
για να μικρύνει μια απόσταση.
Μερικές φορές πρέπει να περιμένεις τη μέρα.
Κατά τα άλλα
το σκοτάδι ή το φως
υφαίνουν με τέτοιο τρόπο
το χώρο και τις διαστάσεις του σε ορισμένες περιπτώσεις,
που οι αξίες αντιστρέφονται
το μακρύ γίνεται κοντό
το κοντό γίνεται μακρύ».

(Από Στέλιος)

Με το που μπαίνεις Αργεντινή και πιάνεις κεντρικό δρόμο, καταλαβαίνεις πως βρίσκεσαι σε πλούσια χώρα ή χώρα που ήταν κάποτε πλούσια πριν την ρημάξει η διαφθορά  και τα κοράκια των αγορών. Οι οδηγοί στο λεωφορείο – ήταν δύο και μοίρασαν την οδήγηση – μετά τη σύλληψη της ηλικιωμένης ινδιάνας το διασκέδαζαν κανονικά… Παίρναν την άσπρη σκόνη μέσα από ένα τσίγκινο κουτάκι και πασάλειβαν  εσωτερικά τα χείλια τους… Προκλητικοί…

Τα saltenias με την μπύρα ήταν θεϊκός συνδυασμός. Δεν χρειάζονταν να διαβάσεις που υπάρχουν τα καλύτερα… Στην πλατεία ένα στενό μαγαζάκι είχε ουρά για να βρεις τραπεζάκι. Σταθήκαμε δίπλα μέχρι που άδειασε ένα. Νομίζω ήταν και ότι καλύτερο φάγαμε στην Αργεντινή. Μια χώρα με πολύ φτωχή κουζίνα. Πίτσες και μακαρονάδες είναι για τα σκουπίδια, κρίμα που είναι και απόγονοι Ιταλών μεταναστών. Κρέατα που φημίζονται είναι όντως καλά αλλά μόνο τα ακριβά! Δλδ σε μια καλή parilla (steakhouse), για καλό μοσχάρι, θέλεις ένα τριαντάρι και βάλε, το ίδιο και για asado (bbq)  εκτός αν περιέχει λουκάνικα της πλάκας και κανένα κομματάκι χοιρινό.  Βάλε κρασιά – και έχουν απίστευτα κρασιά σε καλές τιμές – και σαλατικά, τότε μόνο φτηνά δεν είναι, παρόλο που το νόμισμά τους σε σχέση με το ευρώ είναι χαμηλά στη μαύρη αγορά. Και μιας και αναφέρω το νόμισμα, δεν αλλάζεις ποτέ ευρώ στις τράπεζες παρά σε μαγαζάκια ή καλύτερα στο δρόμο, προσέχοντας την συναλλαγή.

Η εκδρομή που κάναμε ήταν εκπληκτική με μικρό βάν και άλλους 4-5 τουρίστες. Ο οδηγός – από πρώτο χέρι – μας είπε πολλά πράγματα για την Αργεντινή και την κατάσταση τα τελευταία χρόνια εκεί. Μια ξενέρωτη Βελγίδα άρχισε να λέει θεωρίες για την Ελλάδα και την κρίση και πως τα φάγαμε κλπ και μου την έδωσε τόσο πολύ οπότε της εξιστόρησα που οφείλεται ο πλούτος τους με τα κατορθώματα των Βέλγων στη Ρουάντα και το Κογκό. Έδειξε εντελώς ανίδεη για την ιστορία και τις αποικιοκρατικές σφαγές και το λόγο που καλοπερνάει ακόμα όπως και πολλοί άλλοι Β. Ευρωπαίοι…

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *